άμφια
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
Greek Monolingual
τα (Μ ἄμφια) (ΑΜ και ἄμφιον και ἀμφίον, το)
1. επίσημη ιερατική στολή, καθιερωμένη για τις ιεροτελεστίες
2. τα καλύμματα της Αγίας Τράπεζας και τών ιερών σκευών
μσν.
η επίσημη αυτοκρατορική στολή
αρχ.
αμφίεσμα, ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. πρόκειται για συνεπτυγμένο τ. του ουσ. ἀμφίεσμα «ένδυμα» ή ἀμφίον < ἀμφί, όπως ἀντίος < ἀντί.