άμφια

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

τα (Μ ἄμφια) (ΑΜ και ἄμφιον και ἀμφίον, το)
1. επίσημη ιερατική στολή, καθιερωμένη για τις ιεροτελεστίες
2. τα καλύμματα της Αγίας Τράπεζας και τών ιερών σκευών
μσν.
η επίσημη αυτοκρατορική στολή
αρχ.
αμφίεσμα, ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. πρόκειται για συνεπτυγμένο τ. του ουσ. ἀμφίεσμα «ένδυμα» ή ἀμφίον < ἀμφί, όπως ἀντίος < ἀντί.