σκλάβωμα
From LSJ
Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los
Greek Monolingual
το, Ν σκλαβώνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκλαβώνω, σκλαβιά, αιχμαλωσία, υποδούλωση.