θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
η, Ν σκλάβος1. η ιδιότητα του σκλάβου, δουλεία2. μτφ. βαρύ καθήκον, βαριά δέσμευση ηθικής ή νομικής φύσης («η παντρειά είναι αληθινή σκλαβιά»).