σκλαβιά

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

η, Ν σκλάβος
1. η ιδιότητα του σκλάβου, δουλεία
2. μτφ. βαρύ καθήκον, βαριά δέσμευση ηθικής ή νομικής φύσης («η παντρειά είναι αληθινή σκλαβιά»).