σκλαβιά

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

η, Ν σκλάβος
1. η ιδιότητα του σκλάβου, δουλεία
2. μτφ. βαρύ καθήκον, βαριά δέσμευση ηθικής ή νομικής φύσης («η παντρειά είναι αληθινή σκλαβιά»).