σκληροπαγής
English (LSJ)
σκληροπαγές, firmly put together, hard, Xenocr. ap. Orib.2.58.18.
German (Pape)
[Seite 901] ές, von harter Zusamnensügung, fest verbunden, Xenocrat.
Greek (Liddell-Scott)
σκληροπᾰγής: -ές, ὁ σταθερῶς συγκεκολλημένος, συμπαγής, τραχύς, σκληρόσαρκος, Ξενοκρ. π. Ἐνυδρ. 8.
Greek Monolingual
-ές, Α
στερεά, σταθερά συγκολλημένος, συμπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. στερεοπαγής].