σκληρόφρων

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόφρων: -ον, ὁ ἔχων σκληρὸν νοῦν ἢ ψυχήν, σκληρογνώμων, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 926.

Greek Monolingual

-ον, Α
σκληρόκαρδος, άσπλαχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].