σκολιόν

From LSJ

ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ → for a scorpion keeps watch at every stone

Source

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
v. σκόλιον.

Russian (Dvoretsky)

σκολιόν: или σκόλιον τό (sc. μέλος) круговая застольная песня lat., Arst.