σκούριασμα

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

Greek Monolingual

το, Ν σκουριάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκουριάζω, κάλυψη κάποιας επιφάνειας με σκουριά, οξείδωση.