σκροφουλαρία
Greek Monolingual
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαριίδες της τάξης σκροφουλαριώδη, με 250 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν αυτοφυή 12 και μερικά έχουν χρησιμοποιηθεί παλαιότερα για την θεραπεία της χειράδωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. scrophularia < λατ. scrophula / scrofula (πρβλ. σκρόφουλα), λόγω της χρησιμοποίησης αυτών τών φυτών στην θεραπεία της σκρόφουλας].