σκρόφουλα

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

η, Ν
κοινή ονομασία ασθένειας που προσβάλλει τον λάρυγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scrofula < scrofa (πρβλ. σκρόφα)].