σκωριολόγχη

Greek Monolingual

η, Ν
λοστός που καταλήγει σε πεπλατυσμένο άκρο και με τον οποίο ο θερμαστής απομακρύνει από την εσχάρα του ατμολέβητα τη συσσωρευμένη σκωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκωρία + λόγχη.