σκόρδιο

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497

Greek Monolingual

το / σκόρδιον, ΝΑ σκόρδον
είδος φυτού με μυρωδιά σκόρδου, κν. γνωστό σήμερα και ως σκορδιό και σκορδόχορτο
αρχ.
φρ. «σκόρδιον μέγα» — είδος άγριου σιναπιού.