Greek (Liddell-Scott)
σμηκτρὶς: (ἐξυπακ. γῆ), -ίδος, ἡ, εἶδος κναφευτικῆς γῆς, χώματος ἢ πηλοῦ χρησίμου πρὸς κάθαρσιν ἐνδυμάτων, «πηλός», Νικοχ. ἐν «Ἡρακλεῖ» 1, Κηφισόδ. ἐν «Τροφ.» 4· ὡσαύτως γῆ σμ. Ἱππ. 667. 1 (διάφ. γρ. σμηκτίς), 884Ε· - περὶ τοῦ τύπου ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 253.