σοφώδης

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek (Liddell-Scott)

σοφώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων χαρακτῆρα σοφόν, Βυζ.

Greek Monolingual

-ῶδες, Μ σοφός
ο σοφός.