μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
σοφώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων χαρακτῆρα σοφόν, Βυζ.
-ῶδες, Μ σοφόςο σοφός.