σπίδα

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

η, Ν
το ιοβόλο φίδι ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίδα, με σίγηση του αρκτικού α-].