σπίνθραξ

English (LSJ)

ακος, ὁ, = σπινθήρ, Sext.Ca.8.6.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
σπινθήρας, σπίθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος εκφραστικός τ. του σπινθήρ (πρβλ. ἄνθραξ)].