σπινθήρας

From LSJ

μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτοςgreat is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage

Source

Greek Monolingual

ο / σπινθήρ, -ῆρος, ΝΜΑ
1. τεμαχίδιο πυρακτωμένης ύλης που εξακοντίζεται από τη φωτιά, από πυρακτωμένο σώμα και από συγκρουόμενα ή τριβόμενα σώματα, σπίθα
2. (σχετικά με ενέργειες ή γεγονότα) η αρχική αιτία, η πρώτη αρχή (α. «η διδασκαλία του αποτέλεσε τον σπινθήρα που άναψε την πυρκαγιά της επανάστασης» β. «ἐκ τούτου τοῦ σπινθῆρος έξεκαύθη πόλεμος»
Πλούτ.)
νεοελλ.
1. στιγμιαία ζωηρή εκδήλωση πνευματικής ενέργειας («οι τελευταίοι σπινθήρες της μεγαλοφυΐας του»)
2. φρ. «ηλεκτρικός σπινθήρας» — φαινόμενο πολύ σύντομης χρονικής διάρκειας που συνίσταται στην απότομη εμφάνιση μιας φωτεινής αναλαμπής και στην έκλυση θερμότητας η οποία συνοδεύει ορισμένες ηλεκτρικές εκκενώσεις μεταξύ αγωγών που βρίσκονται υπό υψηλή ηλεκτρική τάση ή υπό την επίδραση ενός ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου
μσν.-αρχ.
1. (σχετικά με αστέρες κ.ά. φωτεινά σώματα) λάμψη, ακτινοβολία
2. μτφ. σπίθα με ενέργεια ανάλογη προς τους σπερματικούς λόγους («σπινθήρων τρόπον ἐν ὕλῃ κατά τὰς τῶν χρόνων συναυξήσεις έξάπτεσθαι φιλοῦσιν», Ισίδ. Πηλ.)
3. μτφ. (με καλή ή κακή σημ.) αρχικό αίτιο, σπέρμα για τη διαμόρφωση της ψυχής («ἐνέμεινε τι τοῦ παλαιοῦ τῆς κακίας σπινθῆρος καὶ τοῦ πονηροῦ σπέρματος», Γρηγ. Ναζ.)
αρχ.
(ποιητ.) καθετί που λάμπει, που ακτινοβολεί («ὀφθαλμοὺς σπινθῆρας ἔχεις», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σπινθ-ήρ (πρβλ. αίθήρ, ἀήρ) ανάγεται πιθ. στη μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας spņdh- (πρβλ. λεττον. spuodrs «λαμπερός», λιθουαν. spindžiu, spindeti «λάμπω, αστραποβολώ») με φωνήεν στήριξης -ι-, που μαρτυρείται στην Ελληνική και σε άλλες σχετικές περιπτώσεις (πρβλ. κ-ί-ρνημι, π-ί-τνημι) μηδενισμένης βαθμίδας. Δεν αποκλείεται επίσης στην ίδια οικογένεια λ. να ανήκει και το λατ. scintilla «σπινθήρας». Από τη λ. σπι-ν-θήρ, τέλος, έχουν σχηματιστεί τα νεοελλ. σπιθίζω, σπίθα].