σπιρουνιάζω

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source

Greek Monolingual

και σπηρουνιάζω και σπιρουνίζω Ν σπιρούνι
1. κεντώ το άλογο με το σπιρούνι
2. κεντρίζω, προτρέπω έντονα κάποιον να κάνει κάτι.