σπληναλγία

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. πόνος στη σπλήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. splenalgia (< σπλήνα + -αλγία)].