σπονδίτης

From LSJ

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source

German (Pape)

[Seite 924] ὁ, fem. σπονδῖτις, = σπονδήτης, σπονδῖτις σταγών Gaetul. 3 (VI, 190).