το, Ν1. μακρόστενο ξύλινο κοντάρι για την καθοδήγηση της βάρκας σε αβαθή νερά2. πάσσαλος ή μακρόστενη πέτρα που τοποθετείται ως ορόσημο.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του αρχ. στάλιξ, -ικος «πάσσαλος»].