σταμνίον

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταμνίον Medium diacritics: σταμνίον Low diacritics: σταμνίον Capitals: ΣΤΑΜΝΙΟΝ
Transliteration A: stamníon Transliteration B: stamnion Transliteration C: stamnion Beta Code: stamni/on

English (LSJ)

τό, = σταμνάριον, Id.Lys.196,199, Men.129, PSI4.413.19 (iii B.C.), Inscr.Délos 399 A 40 (ii B.C.).
2 = ἀμίς, S.E.M.1.234, cf. Phryn.377.

German (Pape)

[Seite 929] τό, dim. von στάμνος; οἴνου, Ar. Lys. 196; Men. bei Ath. IV, 146 e; Plat. Ep. XIII, 361 a. Nach S. Emp. adv. gramm. 234 = ἀμίδιον.

French (Bailly abrégé)

dim. de στάμνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταμνίον -ου, τό, demin. van στάμνος, kruikje.

Russian (Dvoretsky)

σταμνίον: τό
1 винный сосуд, кружка Arph., Men.;
2 Sext. = ἀμίς.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. σταμνί.

Greek Monotonic

σταμνίον: τό, υποκορ. του στάμνος, μικρή στάμνα που προορίζεται για κρασί, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σταμνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ στάμνος, «στάμνα» οἴνου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 22, Λυσ. 196, 199, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 3, Ἡσύχ. 2) = ἀμίς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234, πρβλ. Φρύνιχ. 400. - Ὡσαύτως σταμνίσκος, ὁ, Πολυδ. Ζ΄, 162.

Middle Liddell

σταμνίον, ου, τό, [Dim. of στάμνος
a wine-jar, Ar.

English (Woodhouse)

jar for wine

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ὑποκοριστικό τοῦ στάμνος, πού παράγεται ἀπό τό ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.