σταυροκόπημα

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

και σταυροκόπι, το, Ν σταυροκοπούμαι
το να κάνει κανείς πολλές φορές το σημείο του σταυρού.