σταυροκόπημα

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source

Greek Monolingual

και σταυροκόπι, το, Ν σταυροκοπούμαι
το να κάνει κανείς πολλές φορές το σημείο του σταυρού.