σταφιδόμελι
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
Greek Monolingual
το, Ν
(χημ. τροφ.) σταφιδοσάκχαρο που έχει τη μορφή σιροπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίδα + μέλι. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εφημερίς].