σταχτερός

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό Ν στάχτη
1. γεμάτος στάχτη
2. αυτός που έχει το χρώμα της στάχτης.