Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στειρώνω

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

στειρῶ, -όω, ΝΜΑ
1. καθιστώ κάτι στείρο, στέρφο
2. καθιστώ μη παραγωγικό, μη καρποφόρο κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. στειρῶ, -όω < στεῖρα «αυτή που δεν έχει ακόμη αποκτήσει παιδιά», ενώ ο νεοελλ. τ. στειρώνω < στείρος, -α, -ο].