στειρώνω

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107

Greek Monolingual

στειρῶ, -όω, ΝΜΑ
1. καθιστώ κάτι στείρο, στέρφο
2. καθιστώ μη παραγωγικό, μη καρποφόρο κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. στειρῶ, -όω < στεῖρα «αυτή που δεν έχει ακόμη αποκτήσει παιδιά», ενώ ο νεοελλ. τ. στειρώνω < στείρος, -α, -ο].