στενογράφος

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source

Greek Monolingual

ο, η, Ν
αυτός που γνωρίζει στενογραφία και, ιδίως, αυτός που ασκεί τη στενογραφία ως επάγγελμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλ. Βυζαντίου].