στερεοταξία

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. η εντόπιση ενός νευρικού σχηματισμού του εγκεφάλου με τη βοήθεια σταθερών οδηγών σημείων, οστικών ή ενδοεγκεφαλικών, που γίνονται ορατά ακτινολογικώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stereotaxie (< στερεός + τάξη + -ία)].