στερεόγραμμα

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(φωτογραμμ.) ζεύγος φωτογραφιών ή προοπτικών σχεδίων, που είναι ορθά προσανατολισμένο και διατεταγμένο ή που προβάλλεται για στερεοσκοπική παρατήρηση και εκμέτρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stereogram (< στερεός + γράμμα)].