German (Pape)
[Seite 938] ὁ, der Blitzende, p. bei Plut. de occulte viv. 5.
Greek (Liddell-Scott)
στεροπεύς: ὁ· - ἀντὶ τοῦ πληθ. στεροπῆς Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 1129D, ὁ Wytt. διώρθωσεν ἠπεροπῆας.
Russian (Dvoretsky)
στεροπεύς: εως adj. m сверкающий, блистающий (poeta ap. Plut.).