στεροπεύς

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

German (Pape)

[Seite 938] ὁ, der Blitzende, p. bei Plut. de occulte viv. 5.

Greek (Liddell-Scott)

στεροπεύς: ὁ· - ἀντὶ τοῦ πληθ. στεροπῆς Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 1129D, ὁ Wytt. διώρθωσεν ἠπεροπῆας.

Russian (Dvoretsky)

στεροπεύς: εως adj. m сверкающий, блистающий (poeta ap. Plut.).