στηλώ

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

-όω, ΜΑ, και δωρ. τ. σταλῶ, -όω, Α
βλ. στηλώνω.