Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στηλώνω

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source

Greek Monolingual

στηλῶ, -όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σταλῶ, -όω, Α στήλη
νεοελλ.
έχω, κρατώ κάτι κατακόρυφα σαν στήλη («μα η Ροδόπη ξέφωτη στηλώνει την κορφή της / μεσουρανίς», Γρυπ.)
μσν.-αρχ.
τοποθετώ, στήνω σαν στήλη («ἐστήλωσεν ἐπ' αὐτὸν σωρὸν λίθων», ΠΔ)
αρχ.
1. αναγράφω κάτι σε στήλη
2. σημειώνω ή καθορίζω μια περιοχή με ορόσημα («στηλοῦν τὴν χώραν», επιγρ.)
3. μέσ. στηλοῦμαι, -όομαι
(με δοτ.) αφοσιώνομαι, προσκολλώμαι σε κάποιον.