στοιβαχτής

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

και στοιβακτής, ο, Ν στοιβάζω
αυτός που στοιβάζει, που κάνει στοίβες.