στοκ

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ. απόθεμα διαθέσιμων εμπορευμάτων, προϊόντων και οποιωνδήποτε άλλων ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. stock].