απόθεμα

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

το
1. αυτό που αποθηκεύεται για μελλοντική χρήση, αποταμίευμα, παρακαταθήκη
2. συσσώρευμα, πέτρωμα σχηματισμένο από υλικά που έφεραν οι βροχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικ. Κοντόπουλου].