απόθεμα
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Greek Monolingual
το
1. αυτό που αποθηκεύεται για μελλοντική χρήση, αποταμίευμα, παρακαταθήκη
2. συσσώρευμα, πέτρωμα σχηματισμένο από υλικά που έφεραν οι βροχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικ. Κοντόπουλου].