στομαλγώ

From LSJ

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
πάσχω από στομαλγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + -αλγῶ (< -αλγής < ἄλγος), πρβλ. ποδαλγῶ].