Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στομαλγώ

From LSJ

Greek Monolingual

-έω, Α
πάσχω από στομαλγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + -αλγῶ (< -αλγής < ἄλγος), πρβλ. ποδαλγῶ].