στρίγγα

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαριίδες της τάξης σκροφουλαριώδη και περιλαμβάνει 40-50 περίπου είδη ποών, που είναι ιθαγενή, κυρίως, τών τροπικών περιοχών του Παλαιού Κόσμου.