στραβοπόδαρος

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει στραβά πόδια, στρεβλά σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο)- + ποδάρι].