ποδάρι

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source

Greek Monolingual

το / ποδάριον, ΝΜΑ
το πόδι
νεοελλ.
1. πίεση που ασκείται από τον κατακτητή μιας χώρας («στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια», Βιζυην.)
2. φρ. α) «ποδάρι του παλάγκου»
ναυτ. σχοινί ή αλυσίδα με τροχαλία που χρησιμεύει στην ανύψωση βαρών
β) «ποδάρια τών πασαδούρων»
ναυτ. μικρά τεμάχια σχοινιού που κρέμονται από την κεραία πλοίου και συγκρατούν τη διαβάθρα
γ) «έχω καλό [ή γρήγορο ή γερό] ποδάρι» — μπορώ να περπατώ ή να τρέχω γρήγορα και σταθερά
δ) «δουλειά του ποδαριού» — δουλειά που γίνεται πρόχειρα και βιαστικά
ε) «ποδάρια της γατσούλας» — το φυτό ηλιοτρόπιο
3. παροιμ. α) «οπού δεν έχει νου [ή ὁποιος δεν έχει νου], έχει ποδάρια» — όποιος δεν είναι προσεκτικός και μεθοδικός σ' αυτό που κάνει, υποβάλλεται σε κόπους και ταλαιπωρίες που θα μπορούσε να είχε αποφύγει
β) «ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια» — λέγεται για να δηλώσει την ανάγκη να είναι κανείς προνοητικός και προσεκτικός γιατί οι κίνδυνοι και οι δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίσει στη ζωή του είναι πολλοί και απροσδόκητοι
μσν.-αρχ.
1. ποδαράκι
2. πόδι επίπλου («σκαμνίον ἔχον ποδάριον ἕν», Νείλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + υποκορ. κατάλ. -άρι (ον) (πρβλ. βιβλı-άριον)].