στραγαλῖνος

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰγᾰλῖνος: ὁ, = ἀστραγαλῖνος, Τζέτζ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 3. 359.