ἀστραγαλῖνος

English (LSJ)

ὁ, goldfinch, elsewhere ποικιλίς, Dionys.Av.3.2.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ orn. jilguero D.P.Au.3.2, Cyran.3.14.4.

German (Pape)

[Seite 376] ὁ, Distelfink (ποικιλίς), Opp. Ix. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρᾰγᾰλῖνος: ὁ, ὁ στραγαλῖνος, ἡ καρδερῖνα, ἀλλαχοῦ ποικιλίς, Ὀππ. Ἰξ. 3. 2· «ζῆνα, ζῷον καὶ πτηνὸν μικρὸν πάσι γνωστὸν ὃ καὶ παρ’ ἐνίοις ἀστραγαλῖνος καλεῖται, παρ’ ἄλλοις τραγῳδῖνος» Συμεὼν π. πτηνῶν.