ἀστραγαλῖνος
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ου, ὁ orn. jilguero D.P.Au.3.2, Cyran.3.14.4.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰγᾰλῖνος: ὁ, ὁ στραγαλῖνος, ἡ καρδερῖνα, ἀλλαχοῦ ποικιλίς, Ὀππ. Ἰξ. 3. 2· «ζῆνα, ζῷον καὶ πτηνὸν μικρὸν πάσι γνωστὸν ὃ καὶ παρ’ ἐνίοις ἀστραγαλῖνος καλεῖται, παρ’ ἄλλοις τραγῳδῖνος» Συμεὼν π. πτηνῶν.