στραγγάλια

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek (Liddell-Scott)

στραγγάλια: τά, σκιρρώματα τῶν μελῶν, ἰδίως ἕνεκα ὑγρῶν, τὰ ὁποῖα σχηματίζονται κυρίως περὶ τοὺς ἁρμούς, Ἱππιατρ.