στρατόφι

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

French (Bailly abrégé)

gén. épq. de στρατός.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτόφι: эп. gen. к στρατός.