ὁ, tripod, Hsch.
[Seite 954] ὁ, = τρίπους, Hesych.
στροβανίσκος: ὁ, τρίπους, Ἡσύχ.
ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) τρίποδας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. στρόβος.