στροτιώτης

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek (Liddell-Scott)

στροτιώτης: (=στρατιώταις), δοτ. πτ. Ἐπιγρ. Θηβῶν, ἐν Ἀθηναίου τ. Γ΄, σ. 483.