Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
σῡκοφάντησις: ἡ, = συκοφαντία, Νικήτ. Χρον. 74Α.