συκοφάντησις

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφάντησις: ἡ, = συκοφαντία, Νικήτ. Χρον. 74Α.