συλλοιδορώ

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
μαζί με άλλους λοιδορώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + λοιδορῶ «κατηγορώ»].