συμπάθειο

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(δ. γρφ.) βλ. συμπάθιο.