συμπάθιο
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
Greek Monolingual
και δ. γρφ. συμπάθειο, το, Ν
1. συγγνώμη, συγχώρηση («συμπάθιο πρώτα σού ζητώ, κερά και θυγατέρα», Ερωτόκρ.)
2. φρ. «με το συμπάθιο» — με συγχωρείτε, ζητώ συγγνώμη
3. παροιμ. φρ. «απ' τον καιρό που βγήκε το συμπάθιο χάθηκε η ευγένεια» — λέγεται για όσους φέρονται με αδιακρισία και αρκούνται στο να ζητούν κάθε φορά συγγνώμη για τα προβλήματα ή τις δυσάρεστες καταστάσεις που προκαλούν στους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < συμπαθώ / συμπάθεια (πρβλ. συνηθώ: συνήθιο)].