συμπέθερος

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

ο / συμπένθερος, ΝΜ, θηλ. συμπεθέρα, τ. αρσ. στον πληθ. και συμπεθέροι, Ν, και συμπενθερός, θηλ. συμπενθέρα και συμπενθερά, Μ
ο εξ αγχιστείας συγγενής
νεοελλ.
(το αρσ. στον πληθ.) οι συμπέθεροι και συμπεθέροι
οι γονείς του γαμπρού και της νύφης στη μεταξύ τους σχέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πεθερός / πενθερός.