συμπεριληπτέον

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριληπτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ περιλαμβάνω, πρέπει τις νὰ συμπεριλάβῃ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Θεοφράστου.